οπλουργία

οπλουργία
ὁπλουργία, ἡ (Μ) [οπλουργός]
η κατασκευή τών όπλων, οπλοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁπλουργίαι — ὁπλουργίᾱͅ , ὁπλουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Κανταχάρ — (Kandahar).Πόλη (349.300 κάτ. το 2002) του νοτιοανατολικού Αφγανιστάν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (54.022 τ. χλμ., 1.486.400 κάτ.). Βρίσκεται σε ένα υψίπεδο, στις παρυφές των αναγλύφων που δεσπόζουν από τα ΒΑ του Αφγανιστάν έως την έρημο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”